- εμπότης
- ἐμπότης, ο (Μ)δοχείο με το οποίο έπιναν κρασί ή νερό, στενόλαιμη κανάτα, μπότης («ἀπεστάλησαν ἐγκόλπιον χρυσοῡν και ἐμπότης κρύος», Άνν. Κομν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμποτόπουλον — ἐμποτόπουλον, το (Μ) υποκορ. τού εμπότης, μικρό δοχείο με το οποίο έπιναν («τὸ ἄσπρον ἐμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
μποτάρι — το πήλινο δοχείο, κανατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ουσ. *εμποτάρι (< ἐμπότης + άρι)] … Dictionary of Greek
μποτόπουλον — μποτόπουλον, τὸ (Μ) μικρὸς μπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμποτόπουλον (< ἐμπότης)] … Dictionary of Greek
νεμπότης — ο στάμνα νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπότης < εμπίνω. Το αρχικό ν προέρχεται από συνεκφορά τού τ. με την αιτιατική τού άρθρου: τόν εμπότη] … Dictionary of Greek
ορεμπόται — ὀρεμπόται, οί (Α) (ως επίθ. τών ποταμών) αυτοί που πίνουν τα όρη, δηλ. που σχηματίζονται από τα νερά τών βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. < ὄρος (II) + εμπότης (< ἐμπίνω), ενώ, κατ άλλη άποψη, συνδέεται με… … Dictionary of Greek